κυλλῶ — κυλλός club footed and bandy legged masc/neut gen sg (doric aeolic) κυλλόω crook pres subj act 1st sg κυλλόω crook pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλλῷ — κυλλός club footed and bandy legged masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύλλωμα — κύλλωμα, τὸ (Α) [κυλλώ (II)] 1. ιδιότητα τού οργάνου που έχει καμπυλωθεί, που έχει γίνει κουτσό, η χωλότητα 2. στρέβλωση, παραμόρφωση … Dictionary of Greek
κύλλωσις — κύλλωσις, ἡ (Α) [κυλλώ (II)] κύλλωμα*, χωλότητα … Dictionary of Greek
ποιπνύω — Α (επικ. τ.) 1. τρέχω εδώ κι εκεί, πηγαινοέρχομαι βιαστικά 2. (ιδίως για θεράποντες) προσφέρω πρόθυμα τις υπηρεσίες μου σε κάποιον, τόν διακονώ 3. (με αιτ.) ασχολούμαι με επιμέλεια, καταγίνομαι με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός ενεστ. με εκφραστικό… … Dictionary of Greek
ποιφύσσω — Α 1. (αμτβ.) φυσώ δυνατά 2. (μτβ.) α) φυσώ κάτι, ιδίως τη φωτιά, και τό κάνω να ανάψει β) εξογκώνω, φουσκώνω γ) μτφ. τρομάζω κάποιον με το ορμητικό φύσημά μου, επιπλήττω κάποιον με οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «πνοή, φύσημα, φυσερό», ενεστ.… … Dictionary of Greek
ciulit — ciulí ( lésc, – ít), vb. – 1. A (se) ghemui, a (se) încolăci. – 2. Despre cai şi animale în general, a ridica urechile ţinîndu le drept în sus. – 3. A şi încorda auzul. – 4. A tăia urechile. – 5. (Maram.) A rotunji extremitatea unui trunchi. – Mr … Dicționar Român